- συγκατακλίνομαι
- συγκατακλί̱νομαι , συγκατακλίνωrepresent as lying withaor subj mid 1st sg (epic)συγκατακλί̱νομαι , συγκατακλίνωrepresent as lying withpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατάκλιση — η / συγκατάκλισις, ίσεως, ή, ΝΑ [συγκατακλίνομαι] η κατάκλιση στο ίδιο μέρος ή κοντά σε άλλους … Dictionary of Greek
συγκατακλίνω — ΝΜΑ [κατακλίνω, ομαι] μέσ. συγκατακλίνομαι πλαγιάζω με κάποιον, κατακλίνομαι μαζί με άλλον μσν. αρχ. βάζω κάποιον να πλαγιάσει ή να καθίσει με άλλον («τὴν Παυλῑναν... τῷ Μούνδῳ συγκατακλῑναι», Ζωναρ.) αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθίσει στο ίδιο… … Dictionary of Greek